σχισμογενής

σχισμογενής
-ές, Ν
αυτός που προήλθε από σχισμό (α. «σχισμογενής έδρα» — η έδρα που εμφανίζεται σε κρύσταλλο ως συνέπεια σχισμού
β. «σχισμογενές σχήμα» — το σχήμα που παίρνει ο κρύσταλλος ορυκτού μετά από σχισμό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχισμός + -γενής (< γένος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”